19 Δεκ 2016

Δημήτρης Σεβαστάκης .Οι υπόγειες λύπες, οι κρυφές ελπίδες

Κάπνιζε φίλτρο κασετίνα. Έβλεπα το προφίλ με την τεράστια μύτη του να συσπάται πάνω από το αναμμένο καρελάκι. Είχε απολυθεί πριν από δύο χρόνια απ' το στρατόπεδο κρατουμένων της Λέρου. Αλλά τώρα, φθινόπωρο του 1974, κάτι είχε αλλάξει. Μίλαγε ως γραμματέας της ΚΟΒ του νομιμοποιημένου πλέον κόμματος!

Ακούγαμε οι δυο πιτσιρικάδες να μας αναθέτει το καθήκον να δημιουργήσουμε μια μαθητική οργάνωση βάσης κοντά στο κόμμα (ΜΟΔΝΕ ήταν η μαθητική μορφή της ΚΝΕ) και να βοηθήσουμε τους συμμαθητές μας στη συνειδητοποίηση του μοναδικού διαθέσιμου μέλλοντος: του σοσιαλισμού.

Ήμουνα ο μικρός της παρέας, αρχή της τρίτης Γυμνασίου, έκθαμβος από τη ροή του λόγου του και την αυστηρή έννοια του καθήκοντος που ανέπτυσσε:
«Εμείς δώσαμε ό,τι μπορούσαμε στον αγώνα, τώρα από σας περιμένουμε». Θυμάμαι τα αγχωμένα διαλείμματα να προσπαθώ να χώσω στις τσάντες των συμμαθητών «μαθητική φωνή», «Πανσπουδαστική», αργότερα «Οδηγητή». Βαριόμουνα να διαβάσω τα τεράστια κείμενα, με εντυπωσίαζαν όμως οι έστω κακοτυπωμένες φωτογραφίες και οι λεζάντες. Ηρωικές σκηνές σεμνών κοριτσιών και εργατών με κόκκινες σημαίες. Ένα ανοιχτό και μεταφυσικό έπος που καταλάμβανε ολόκληρο το μέλλον.

 Άρχισα να καπνίζω προσπαθώντας να μοιάσω στην κακουχία του καθοδηγητή, ζωγράφιζα βασανισμένους επηρεασμένος από το Κουρμπέ και τα σχέδια του Γύζη, έκανα κολάζ με σφυροδρέπανα και κόκκινα αστέρια. Οι σκληρές και επικές φαντασιώσεις συμπλήρωναν μια εφηβεία της οποίας το μέγιστο πραγματικό διπλό ζητούμενο ήταν αφενός να λουφάρει ποσότητες σχολείου κι απ' την άλλη να κάνει συνεχείς ερωτικές σχέσεις. Δύσκολη ζωή να βρίσκεσαι δίπλα απ' ό,τι επιθυμείς.

Και είναι βέβαιο ότι η γενιά του 1980, αυτό το ενδιάμεσο βιολογικό και πολιτικό δράμα ανάμεσα στη γενιά του Πολυτεχνείου και τη γενιά του 1990, έζησε σε μεγάλο βαθμό έξω απ' την πρωτογενή επιθυμία της, απ' αυτό που ήταν κατά βάθος. Ήταν φορέας μιας αντιστασιακής μοίρας που κληροδοτήθηκε απ' τους γεννηθέντες το 1950, τα παιδιά της Νομικής και του Πολυτεχνείου, και μιας κρυφής επιθυμιακής γειτνίασης με την πολύ πιο ηδονοθηρική γενιά του 1990.

Δύο μιμήσεις. Μία με το στερητικό και κακοποιημένο ιδανικό των προγενέστερων και μία με το βεβαιωμένο και επιτρεπτικό μοντέλο των μεταγενέστερων. Μία με τον μουσάτο με το αμπέχονο του Πολυτεχνείου και μία με το «πανκιό» των μαθητικών κινητοποιήσεων του '90+.

Αυτή η πολιτιστική διάσπαση δεν ήταν ανάμεσα σε διαφορετικές κοσμοθεωρήσεις, αλλά ανάμεσα σε διαφορετικές υφολογικές εκφάνσεις. Και η αναπόφευκτη εξωτερικότητα, η απόσπαση απ' τα ενσυνείδητα πρότυπα του Πολυτεχνείου και τα υποσυνείδητα πρότυπα του «'90» δημιουργούσε μια επιδερμίδα στα πράγματα, μια απόσπαση απ' την ουσία, δημιουργούσε έναν παράδοξο πολιτικό ίλιγγο. Μακριά απ' ό,τι είσαι, μακριά απ' ό,τι ήθελες.

 Έτσι συντελέστηκε η ωρίμανση αυτής της γενιάς. Της δικιάς μου. Είτε με μια υστερική αγωνία για νεότητα - «μπακουροκακέκτυπο» των φάσιον βίκτιμς κρετίνων (πολλά γεροντοπαλίκαρα, μάλιστα, μπέρδεψαν την Αριστερά με χαρούμενο πάρτι μιας αβαθούς παν - αντίστασης), είτε με έναν λυσσασμένο καριερίστικο νεοπλουτισμό, είτε με μια ολική κατάθλιψη για τη χαμένη ευκαιρία της αλήθειας.

Οι περισσότερες απόπειρες για εσωτερική ενότητα κατέληξαν να είναι απελπισμένες αντηχήσεις, χωρίς πραγματικό ήχο. Χωρίς πηγή. Βέβαια, και το ψεύδος μπορεί να δώσει την «αλήθεια» του. Και διά του ψεύδους μπορεί να κερδίσεις την αυθεντικότητά σου.

Αρκεί να συμφιλιωθείς με την ηθική του ή να συγκρουστείς με την αρχιτεκτονική του. Δυστυχώς, η γενιά μου διατήρησε κατά περίπτωση τη σχέση με όλες τις εκδοχές, κρατώντας στο εσωτερικό της το ασυμφιλίωτο, την ενοχή, την κρυμμένη υποψία ότι υστερούσε ούτως ή άλλως κι όχι ότι αυτή ακριβώς η υστέρηση υπήρξε το κλειδί της έστω στιγμιαίας υπεροχής της. Ευτυχώς, έχουμε τα παιδιά μας να μας «τρέχουν» για ν' αντέχουμε αυτά που μας βασανίζουν...


Αυγή