26 Μαρ 2017

Δημήτρης Σεβαστάκης.Η προσωπική επέτειος

Παράτησα στη μέση το αχανές δεκαπεντασύλλαβο ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, έκανα υπόκλιση και κατέβηκα από την έδρα. Εάν δεν είχα την ενοχή, κανείς, πλην της μάνας μου, που προσπάθησε πολλές μέρες να με κάνει να το αποστηθίσω, δεν επρόκειτο να καταλάβει ότι απήγγειλα το μισό ή το ένα τρίτο της απέραντης και βροντώδους στιχοποιίας.
Οι γονείς στριμωγμένοι στα ξύλινα θρανία ήταν σιωπηλοί και προσεκτικοί. Κοίταζα τα μάτια τους. Προσπαθούσα να διαβάσω τα χείλη τους. Μια λεξούλα. Κάτι που να μου θυμίσει το υπόλοιπο του ποιήματος. Τίποτα. Ανέκφραστα, ρυτιδιασμένα πρόσωπα.

Παράτησα στη μέση το αχανές δεκαπεντασύλλαβο ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, έκανα υπόκλιση και κατέβηκα από την έδρα. Εάν δεν είχα την ενοχή, κανείς, πλην της μάνας μου, που προσπάθησε πολλές μέρες να με κάνει να το αποστηθίσω, δεν επρόκειτο να καταλάβει ότι απήγγειλα το μισό ή το ένα τρίτο της απέραντης και βροντώδους στιχοποιίας.

Φτωχοί άνθρωποι, οι περισσότεροι αγράμματοι, λαϊκές γυναίκες, φορούσαν τα καλά τους και είχαν έρθει να θαυμάσουν τα ξεφτέρια. Τα παιδιά με τα κουρεμένα κεφάλια απήγγελλαν με τις φλέβες να εκρήγνυνται, θεωρούσαν και με προτροπή των δασκάλων ότι το να ωρύονται είναι έμφαση, δράμα, οίστρος.

Ήταν το πιο αγχώδες μέρος της σχολικής επετειακής γιορτής. Να θυμηθείς τους στίχους, ο ένας να τραβάει τον άλλον, να βγει το ποίημα, να του δώσεις χρώμα. Κάθε 25η Μαρτίου έβρεχε στο Καρλόβασι της Σάμου. Απέραντες ώρες εκκλησιασμού, παρελάσεων, απαγγελιών, χορωδιακών, ενίοτε και λαμπαδηφοριών. Ναι, αλλά δεν είχε μάθημα. Ο διήμερος ή τριήμερος εορτασμός σού εξασφάλιζε όλα τα άλλοθι ώστε να μην ανοίξεις βιβλίο.

Και στα ενδιάμεσα να χαρείς λίγη μπάλα, να πειράξεις κανέναν γέρο, να πας για κυνηγητό στο Κοτρώνι -μια φτωχή γειτονιά πάνω στον βράχο. Μια ελευθερία πίσω από την εθιμοτυπία, μια τεράστια και συμπαγής χαρά μέσα στη φτώχεια.

Καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου να θυμάμαι με επιμονή τη φτωχή παιδική μου ηλικία ίσως για να αποκωδικοποιήσω την τωρινή κατάπτωση. Παίρνω θάρρος όταν θυμάμαι τα πάμφτωχα παιδιά του σχολείου μου. Αυτά τα κουρεμένα και αγαπημένα κωλόπαιδα με την ξεφούσκωτη μπάλα και τα κορίτσια κόκκινα από τα γέλια και τα υπονοούμενα.

Το παρελθόν, εκτός των άλλων, σε γλιτώνει από πολλά. Έχει αμβλυνθεί το κρύο, το χαστούκι του δασκάλου, η αγωνία στον πίνακα, η λύπη από την άδικη ερωτική άρνηση. Πάνω από τη μεγάλη ιστορική εξεγερσιακή στιγμή της 25ης Μαρτίου, πάνω από την επέτειο του χειραφετητικού, επαναστατικού διαβήματος, αναδύεται ένας συμπλεκτικός πατριωτισμός των ονείρων, της μνήμης, μια ισχυρή έλξη για τα πρόσωπα και τις στιγμές που έφυγαν. Μια μεγάλη και ηρωοποιητική έλξη για τα μέτρια πρόσωπα του δικού μου εικονοστασίου.

Οι ζωγραφιές του Βρυζάκη με σκηνές της ελληνικής επανάστασης και το γερμανικό εικονογραφικό ιδίωμα, που κοσμούσαν τους τοίχους του σχολείου, συμπλέκονται με τα κουρεμένα κεφάλια των συμμαθητών, συμπλέουν με τα «400 χτυπήματα», μιξάρονται με τα πνιχτά γέλια, γιατί πάνω από τη ζώνη του δεξιού ψάλτη εξείχε ένα κομμάτι από το σώβρακό του ή γιατί πάντα περίσσευε μια νότα έξω από τον χρόνο του άσματος που ο κακοφωνίξ πάλευε να κουβαλήσει έξω από τον λάρυγγα.

Ξέρω ότι αυτά είναι η ειδική μνήμη και η ειδική γλώσσα των προσωπικών αποταμιεύσεων, μια μορφή ιστορίας μόνο με προσωπική και όχι γενική εγκυρότητα. Αλλά και ότι αυτή η εξατομικευμένη ιστορία συστήνει τα άτυπα μέλη της γενικής ιστορίας, των ιστορικών παραδοχών, ακόμα και της παραμυθίας και της επιστήμης που την ανασυνθέτει.

Αλλά πιο πολύ γνωρίζω ότι αυτή η ορμητική προσωπική λαθρανασκαφή δεν στρέφεται στο παρελθόν, αλλά μάλλον προσπαθεί να εξηγήσει το παρόν και την αδυναμία να λάβει κανείς θέση πάνω στον ιστορικό χρόνο ή μάλλον να δει τον προσωπικό χρόνο μέσα από τον ιστορικό χρόνο. Αυτή η επώδυνη δεξίωση είναι που μου μένει..
Πηγη :ΑΥΓΗ