17 Απρ 2017

Σεβαστάκης Δημήτρης:Πάσχα, πένθος, πάθος

Την Παρασκευή 21 Απριλίου 1967 σχολάσαμε νωρίς. Οι δεκαπενθήμερες διακοπές για το Πάσχα ξεκίνησαν μια μέρα πριν από την κανονική. Περίεργο και ευχάριστο. Λίγο αργότερα έμαθα. Είχε γίνει το χουντικό πραξικόπημα και μάζευαν από τα χαράματα τον κόσμο. Αριστερούς και «επικίνδυνους» δημοκράτες, με κατεύθυνση τη Γυάρο και αργότερα τη Λέρο.
Πήραν τον πατέρα, γλίτωσα την πίεση στη μελέτη -η μάνα μου, αριστερή διανοούμενη, ήταν του χεριού μου.

Αργότερα ομολόγησα στον εαυτό μου τη δομική ανασφάλεια που μου κληροδότησε αυτή η σύλληψη. Ανέπτυξα έναν περίεργο προστατευτισμό προς τα μικρότερα αδέλφια μου, προς μια παιδική και μπερδεμένη έννοια της οικογένειας. Έπρεπε να ψωνίζω τα οικογενειακά τρόφιμα -σε τρεις δόσεις, αφού ήταν βαριά και ο δρόμος από το μπακάλικο μακρύς. Έπρεπε να πλακώνω αυτούς που πλάκωναν τα αδέρφια μου, να γίνομαι σιγά - σιγά και λίγο μπαμπάς τους. Μπορούσα από τα έξι - επτά να μπω στη θέση αυτού που παίρνει αποφάσεις, αυτού που μπορεί να λειτουργεί προβλέποντας το καλό του άλλου, του μικρού, ανεξαρτήτως της διάθεσης του άλλου (την πλήρωσα αυτήν την πρώιμη πατριαρχική μέριμνα).

Το Πάσχα ήταν πάντα γιορτή χαράς, αν και περιείχε τη θρηνητική καταβύθιση της Μεγάλης Εβδομάδας. Ο θρησκευτικός και ποιητικός οδυρμός της Μεγάλης Εβδομάδας αναστρεφόταν. Γιατί το Πάσχα, όπως και κάθε γιορτή, είναι μια μαθητική γιορτή. Είναι η εξαίσια διακοπή των μαθημάτων, είναι ο πρωινός ύπνος, η ολοήμερη μπάλα. Για τη Σάμο, το Πάσχα ήταν πάντοτε και μια άλλη, παράλληλη γιορτή.

Το χορτάρι ψηλό, πράσινο γύρω από τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες, το χώμα μαλακό, σκάβεται ακόμα, στο αμπέλι «σκάνε τα μάτια», τα ρέματα έχουν ακόμα νερό, όλα ανθίζουν. Ξάπλωνα στα χωράφια και κοίταζα τα σύννεφα που έτρεχαν στο λαμπρό μπλε του ουρανού μου. Ναι, νοηματοδοτούσε την πασχαλινή γιορτή η ίδια η χαρά και ανθοφορία της φύσης. Σαν να ήρθε ο λαϊκός και θρησκευτικός πολιτισμός να οργανώσει εορτικά την αναγεννητική έκρηξη της φύσης, την ένταση των καλλιεργειών, τη δύναμη της προσωπικής (μου) νεότητας που ευρύνεται.

Στα εφηβικά μάλιστα χρόνια, ο βαθύς και αμάζευτος ερωτισμός, αν και περισσότερο ήταν μια αυτολατρεία, που επέτρεπε, όμως, μέσα της να ωριμάσει η αγάπη. Αλλά και η πολιτική εκτροπή, η βίαιη έκλειψη της δημοκρατίας και της προσωπικής ελευθερίας που εγκατέστησε η επταετής χούντα, υποσκελίζονταν από τη μαθητική αίσθηση της αιωνιότητας. Σαν να υπήρχε ένα είδος παιδικών αντιποίνων που ακύρωνε την κάμψη, την έλλειψη του πατέρα, την απίστευτη ψυχική και σωματική καταρράκωση της μάνας (μου).

Η εξατομικευμένη γιορτή μειώνει την εορτική δύναμη των Παθών, μειώνει την πολιτική διερώτηση; Ή αντίθετα εγκαθιδρύει το νέο νόημα που αναλαμβάνει η κάθε γιορτή στο εσωτερικό της; Γιορτή είναι μια εξαιρετική συνάθροιση νοημάτων, μια λαμπρή παραλληλία. Οι άνθρωποι χαίρονται και συνθέτουν τη χαρά με μορφές κοινόκτητες μεν (όπως οι εθιμικές και θρησκευτικές συνεορτές, οι παραστάσεις, η ακροάσεις της ποίησης), αλλά και εξατομικευμένες.

Έτσι η σημαντική τοιχογραφία «Ανάληψη του Χριστού» του 1428 στη Μονή Παντάνασσας, ακόμα και μια ελάσσονος σημασίας λαϊκή εικονογραφία, είναι συγχρόνως μια μαρτυρία και μαθητικής χαράς και αγροτικής προσδοκίας και φυσικής θαλερότητας και πολιτικής αναρώτησης. Γιατί ο καθένας εννοεί συνεννοούμενος και αυτοεννοούμενος. Και μάλλον αυτό τον κρατάει όρθιο και μέλλοντα. 

http://www.avgi.gr