27 Φεβ 2017

Σεβαστάκης Δημήτρης:Νίκος Κούνδουρος, Γιάννης Βαλαβανίδης

Πρώτη φορά έβλεπα έναν διδάσκοντα τόσο κοντά στους φοιτητές, χωρίς όμως να κολακεύει τις ευκολίες μας, χωρίς τον λαϊκισμό μιας ασπόνδυλης εγγύτητας. Είδα τη δουλειά του. Τέμπερες ενός σκληρού ρεαλισμού ταπεινών πραγμάτων. Κοπίδια, ένα κλαδευτήρι, πένσες, μολύβια. Σκιές καθαρές, ψαγμένη ακρίβεια, όχι «από πάνω», με μια μηχανική επιδεξιότητα, αλλά «από μέσα», από τα σπλάχνα της επιφάνειας, από την καρδιά της χειρονομίας.
Μια αναμέτρηση σώματος που πρέπει να ταλαντεύεται σταθερά, αλλά επίφοβα.Τρίτη εβδομάδα στη σειρά, με σοβαρές απώλειες για την Αριστερά και τη σκέψη. Γιάννης Βαλαβανίδης. Στη πραγματικότητα δεν έφυγε. Ήταν πάντα μακριά, με μια περίεργη, σαφή και συμπαγή διακριτικότητα. Αλλά με αυτόν τον τρόπο γινόταν ισχυρός. Έτσι η φυγή του είχε τον χαρακτήρα μιας απροσδόκητης έλευσης. Σαν να ήρθε δηλαδή με τον θάνατό του και όχι να έφυγε. Γιατί όσο διακριτικά έζησε, ζωγράφισε, δίδαξε, τόσο βαθιά έζησε, ζωγράφισε δίδαξε.

Μέτοχος του διαβήματος της ανανεωτικής Αριστεράς, έγινε διδάσκων στη Σχολή Καλών Τεχνών με τον μεγάλο εκδημοκρατισμό του νόμου πλαισίου του 1981. Θυμάμαι όταν μας συνόδευσε σε μια ανοιξιάτικη εκπαιδευτική εκδρομή. Χαμηλών τόνων, μου μιλούσε για τις μικρές αυταρχικές λεπτομέρειες του αριστερού διαβήματος, τη λογοκρισία στην επιθεώρηση τέχνης, τα κολλήματα πολλών γκουρού της Αριστεράς, τα σπαρταριστά μίση των διανοουμένων. Περιέγραφε τους καιροσκόπους της ελληνικής καλλιτεχνικής σκηνής, φοβόνταν τον δογματισμό και την ακαλλιέργητη μονομέρεια. Είχε αρκετά ιδεολογικά και τεχνοτροπικά μέτωπα, ψιθυριστά, αλλά αποφασισμένα.

Πρώτη φορά έβλεπα έναν διδάσκοντα τόσο κοντά στους φοιτητές, χωρίς όμως να κολακεύει τις ευκολίες μας, χωρίς τον λαϊκισμό μιας ασπόνδυλης εγγύτητας. Είδα τη δουλειά του. Τέμπερες ενός σκληρού ρεαλισμού ταπεινών πραγμάτων. Κοπίδια, ένα κλαδευτήρι, πένσες, μολύβια. Σκιές καθαρές, ψαγμένη ακρίβεια, όχι «από πάνω», με μια μηχανική επιδεξιότητα, αλλά «από μέσα», από τα σπλάχνα της επιφάνειας, από την καρδιά της χειρονομίας. Μια αναμέτρηση σώματος που πρέπει να ταλαντεύεται σταθερά, αλλά επίφοβα.

Τις μικρές ρεαλιστικές τέμπερες με τα ταπεινά εργαλεία τις παρακολουθούσε από κοντά, μια σειρά «βουνών» που σαν να αποδιάρθρωναν αυτό που είχε «μαζέψει» με τις ρεαλιστικές ασκήσεις. Σαν να ήθελε ο Γιάννης να βρει μια αραιή οικονομία, όπου το κενό ανάμεσα στις φόρμες κάνει τη σκιά ν’ αστράφτει και το μάτι να συνδέει. Πάσχιζε να δώσει παλμό με τα ivory black και lamp light σε μια ασπρόμαυρη ανησυχία.

Η σχέση μου με τον Νίκο Κούνδουρο μετεωρίστηκε αρχικά ανάμεσα στο «Δράκο» και το «Vortex». Το πρώτο ήταν το γνωστό μεγάλο φιλμ, που τη δεκαετία του 1950, με τον ευφυή και ρυθμικό ρεαλισμό του, πέταξε στην άκρη πολλά από τα υποκριτικά και αφηγηματικά στερεότυπα και καθιστούσε τη δραματική ανατροπή, έννοια σπαρακτική.

Το «Vortex», όμως, ήταν μια παρουσίαση της ταινίας του 1967, δημοσιευμένη στο περιοδικό «Καλλιτεχνική Επιθεώρηση». Και περιέργως αυτή η τραμπάλα ανάμεσα στα δύο έργα (το πραγματικό και τη αναφορά) ήταν επιχειρησιακή ως προς την πρόσληψη του νέου κοινωνικού υποδείγματος. Η Ελλάδα του μετεμφυλίου, η οποία ωρίμαζε προς την πλευρά της πόλης και των λούμπεν φαντασιώσεων, έβρισκε, μια δεκαετία μετά, την προβληματική ενός αδέξιου μοντερνισμού. Με τις ποιότητες και το μορφωμένο βάθος του Κούνδουρου που ούτως ή άλλως ρηγμάτωνε και εμπλούτιζε το αριστερό συνεχές.

Αλλά το γεγονός ότι για μένα ο “Δράκος” ήταν μια πλήρης κινηματογραφική εμπειρία, ενώ το “Vortex” μια σχολιαστική «παρουσιαστική» εμπειρία που είχε θέμα της μια ταινία, υποδήλωνε εκτός των άλλων τη σταδιακή και αναπότρεπτη πορεία από την αναπαράσταση στην κωδικοποίηση, από το έργο στον λόγο περί έργου.

Αυτή η μετατόπιση δεν αποκάλυπτε μόνο αυτό που σταδιακά συνέβαινε και που τις επόμενες δεκαετίες με την κρίση του βίντεο και την εικονογραφική κατάχρηση έφτασε να γίνει κρίση όλων των αναπαραστατικών κωδίκων. Αποκάλυπτε και μια αδυναμία που διατρέχει ολόκληρη την ελληνική καλλιτεχνική σκηνή. Πολλά έργα είναι σαν δοκίμια επί έργων, έργα φευγάτα και απόμακρα απ’ την αιτία τους, δημιουργοί που σαν να διώχνουν από πάνω τους την αλήθεια, σαν να τα αποξενώνουν από την αγωνία που υποτίθεται ότι τα γεννά.

Ο Κούνδουρος, λοιπόν, δεν ήταν μόνο σημαντικός σκηνοθέτης, ούτε απλώς εμβληματικό πρόσωπο της Αριστεράς. Ήταν καλλιτεχνικά πολύ καθαρός, πολύ τίμιος και ατρόμητος ώστε να σου αφήνει το περιθώριο να δεις αυτό που κάνει, να «φιλοξενηθείς» ακόμα και με αγένεια κι όχι να ψαρώσεις από το ιστορικό βάρος του. Η Αριστερά, ξαναψάχνοντας το πρόσωπό της, βοηθιέται από την απώλεια τόσων σημαντικών παιδιών της. Μπορεί μόνη να περπατήσει και να στοχαστεί πάνω από το αντιηρωικό και ιλιγγιώδες βάραθρο που επέλεξε.

http://www.avgi.gr